Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Στις Μάνες όλου του κόσμου, παρούσες και απούσες...
Μάνα
Θα σου λείψουν οι μέρες
που η μάνα σε μούρλαινε κάθε μεσημέρι
κραδαίνοντας, σαν το σύνθημα επερχόμενης εφόδου,
ένα πιάτο ζεστό φαί
κι έπρεπε να σιτίζονται μαζί με σένα
τα παιδιά που γλίτωσαν σε ορφανούς πολέμους
(γιατί και οι πόλεμοι ορφανεύουν όταν κανένα νόημα δεν τους θέλει)
Ύστερα φάνηκε η μορφή της
-«τέλειωσαν, μάνα, οι πόλεμοι
Τώρα πρέπει επιτέλους να μαζέψουμε όλα τα ερείπια…»
(και ίσως αυτό είναι ένα πιάτο που εύκολα δε δοκιμάζεις…).
Άλλοτε δίπλωνε τις κάλτσες τόσο αργά, με χέρια ορχούμενα,
που μόλις προλάβαιναν να χωθούν ανάμεσά τους
όλα τα βήματα που απέμειναν
-«Αχ, μάνα, πόσο θα στέκεσαι αγέρωχη ακόμη μες τη μνήμη μου,
αφού το βλέπεις, ο κόσμος μας κατέρρευσε
από το βάρος τόσων ανεπανόρθωτων…»
-«μα ήταν πόλεμος, παιδί μου, τι να πρωτοσώσεις;
ξεκινάς, λοιπόν, από την άμαχη μνήμη…»
-«Πες μου τώρα, μάνα, τι να κόψω από τον κήπο σου,
αφού φυτρώνουν πια, ζιζάνια φοβερά, οι πρώτοι στεναγμοί;»
Μου έδειξε τα κάδρα κι έφυγα πιο βέβαιος.
Και κάθε που αναχωρώ,
Πεισματική μετάνοια με παίρνει στο κατόπι
ή ένα φιλί που ψάχνει χώμα να ριζώσει
κι όλα όσα δεν άντεξα,
όλα όσα δεν άφησα να κυλήσουν
όλα όσα εν τέλει δεν της έδωσα,
σισύφεια λαχτάρα
ως το τέλος…

Σάββατο 2 Μαΐου 2015


Ξεκίνησα τη " διαπραγμάτευση " λίγο μετά το τραγικό γεγονός ( αρκετοί από σας το έχετε ξεχάσει ) αλλά δεν είχα μέχρι χθες αποφασίσει τι μορφή θα του δώσω. Ακόμη κι αυτή που πήρε αντιστρατεύεται την απόφαση να το μοιραστώ μαζί σας. Ας το πάρει το ποτάμι όμως.
Μοιραία πτήση
Τι συνέβη 
Με κείνη τη μακελάρισσα
Παρανοϊκή εντροπία μας
Που οδήγησε τα χρόνια μας
Με την ιλιγγιώδη ταχύτητα της προπέτειας
Με κείνη τη σφοδρή δύναμη του άνευ λόγου
Κατάσαρκα στο απόκρημνο γιατί;
Μίλησε το κόκκινο κουτί
( κρύο, σκληρό κι αλύγιστο )
Ή έχει σφραγισμένο στόμα;
Είχε σώα τας φρένα
Ή σώα κράτησε μόνο τα σκότη ;
Ακέραιο
Το διαμελισμένο σε αδιανόητα
μυστήριο...